- αναθεωρητικός
- -ή, -ό1. ο σχετικός με την αναθεώρηση ή ο αρμόδιος γι' αυτήν (π.χ. «αναθεωρητική Βουλή»)2. αυτός που επιφέρει αναθεώρηση (π.χ. «αναθεωρητική απόφαση δικαστηρίου»)3. ο μη προσηλωμένος στις δογματικές αρχές, στις δογματικές αυστηρότητες ενός συστήματος (π.χ. «αναθεωρητικός κομμουνισμός»).[ΕΤΥΜΟΛ. < αναθεωρητής. Η λ. απαντά για πρώτη φορά στην εφημερίδα «Αιών» (Αναθεωρητικοί «οι ζητούντες αναθεώρησιν πολιτικού συντάγματος»].
Dictionary of Greek. 2013.